"Vivaldi: Four Seasons - Winter"

Τρίτη 30 Μαρτίου 2010

Η Ανάσταση στη Νεοελληνική Τέχνη

_
ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΚΔΟΧΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ
Του Παν. Α. Ανδριόπουλου, θεολόγου

Στον εικοστό αιώνα πολύ λίγο απασχόλησε, κατά πως φαίνεται, τους νεοέλληνες ζωγράφους, η Ανάσταση του Χριστού. Δεν είναι πράγματι συνηθισμένο θέμα, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για τη μεγαλύτερη ελληνική γιορτή, που συνδέθηκε μάλιστα και με την Ανάσταση του Γένους. Ζωγραφικούς πίνακες με την Ανάσταση δεν έχουμε, με εξαίρεση το γνωστό έργο του Παρθένη. Έτσι οι άλλες τρεις παραστάσεις της Ανάστασης, που θα παρουσιάσουμε εδώ, έχουν να κάνουν με το ξεχωριστό είδος της τέχνης της αγιογραφίας που αφορά κυρίως στο ναό.

Θεόφιλος
Η Ανάσταση του Χριστού
Εκκλησία Μακρυνίτσας

Γύρω στα 1907 έχουμε μαρτυρίες πολλές ότι ο Θεόφιλος κάνει για πρώτη φορά την εμφάνισή του στα μέρη της Παλαιάς Ελλάδας και συγκεκριμένα στο Βόλο και στο Πήλιο. Εκεί ο Θεόφιλος, έδειξε τα πρώτα δείγματα της ζωγραφικής του ιδιοφυΐας και μερικοί θεωρούν την εξαιρετικά δημιουργική αυτή δραστηριότητά του ως την πιο χαρακτηριστική της τέχνης του, όπως μαρτυρούν τα καφενεία και τα σπίτια της Ανακασιάς και του Άνω Βόλου. Στην εκκλησία της Μακρυνίτσας ο Θεόφιλος φαίνεται να θυμάται τον παππού του τον αγιογράφο, αφού ζωγραφίζει αγίους και εικονογραφικές παραστάσεις ολότελα αντιπροσωπευτικές της υψηλής λαϊκής τέχνης της Τουρκοκρατίας. "Η ανάστασις του Χριστού" (0,68x0,46) είναι σύνθεση με έντονη διακοσμητική διάθεση και μια κάποια δόση απλοϊκότητας πρωτόγονης. Το εικονογραφικό πρότυπο δεν έχει σχέση με το Βυζαντινό, αλλά μάλλον με το αντίστοιχο δυτικό. Ο Χριστός απεικονίζεται μετέωρος πάνω από τον Τάφο, καθώς ανεβαίνει θριαμβευτικά στους ουρανούς περιβαλλόμενος από απαστράπτουσα φωτεινή δόξα. Κρατά σημαία με τον σταυρό (λάβαρο) και το σουδάριό του σκεπάζει ένα μέρος του σώματός του, ενώ το υπόλοιπο ανεμίζει ανάμεσα στα σύννεφα και τη δόξα. Ο άγγελος που κάθεται πάνω στο μνημείο δείχνει τον κενό τάφο, ενώ οι τρεις στρατιώτες, που αποτελούν την φρουρά, ζωγραφίζονται σε διαφορετικές στάσεις. Ο ένας κοιμάται, ο άλλος φαίνεται θαμπωμένος από το θαύμα και το φως, ο τρίτος παρακολουθεί με έκπληξη τα γενόμενα. Δύο από τις μυροφόρες στέκουν, στα δεξιά της εικόνας, κρατώντας μυροδοχεία αφού σκοπός τους ήταν να αλείψουν με μύρο τον νεκρό Ιησού. Η σύνθεση περιλαμβάνει και κτήρια που προφανώς παριστάνουν την πόλη της Ιερουσαλήμ. Οι ζωγραφικοί νόμοι που γνωρίζει ο Θεόφιλος αδιαφορούν για την προοπτική κι αυτή η δυσκολία προσαρμογής του στη διάσταση του βάθους, κάνουν την "Ανάσταση" κατ' εξοχήν "ανατολική" αν και το πρότυπο έχει δυτική καταγωγή. Άλλωστε η δυτική εικονογραφικά και τεχνοτροπικά - απεικόνιση της Αναστάσεως, υπήρξε θέμα ιδιαίτερα αγαπητό για τους Κρήτες ζωγράφους του 17ου αι., αλλά και για τους ζωγράφους της λεγόμενης "Επτανησιακής Σχολής" του 17ου και του 18ου αι.

Κ. Παρθένης
Η Ανάστασις (1917)
Εθν. Πινακοθήκη


"Η Ανάστασις" του Κωνσταντίνου Παρθένη (1878 - 1967), είναι ένα έργο του 1917, και ανήκει στη θρησκευτική "τριλογία" (τα άλλα δύο είναι: Οι τρεις Μάγοι και Ο Θρήνος) που δημιουργήθηκε την ίδια χρονιά. H "Ανάσταση" του Παρθένη (ελαιογραφία σε μουσαμά 114x130 εκ. Αθήνα, Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου 6505) είναι αποκαλυπτική της μοναδικής ικανότητας που είχε ο ζωγράφος να αποδίδει στους πίνακές του το πνευματικό και γενικά το αιθέριο. Η πνευματικότητα καθίσταται ορατή με το χρώμα, τη λεπτότητα της πινελιάς και τις εξαϋλωμένες φιγούρες. Το σώμα του Χριστού -που εικονίζεται λίγο δεξιότερα από το μέσο τυλιγμένος με το σάβανο- είναι εξαιρετικά σχηματοποιημένο, και συνδυάζει θερμά και ψυχρά χρώματα, που ανταποκρίνονται και στα χρώματα των άλλων μορφών και του χώρου (κυπαρίσσια, λόφοι). "Στην περίπτωση των φρουρών ο Παρθένης χρησιμοποιεί το μανιεριστικό τύπο της figura serpentinata, για να δώσει σαφέστερα τη δύσκολη θέση τους. Έτσι, με την καθετότητα του Χριστού τονίζονται η βεβαιότητα και η ασφάλεια, με την κυρτότητα των φρουρών, η αβεβαιότητα και η ανασφάλεια" (Χρ. Χρήστου).

Αξιοσημείωτο είναι ότι το πρόσωπο του Χριστού συνδέεται με τη Βυζαντινή παράδοση.

Η "Ανάσταση" του Παρθένη έχει τη σφραγίδα της ιδιοτυπίας του ελληνικού και ειδικότερα του αττικού φωτός. Έτσι το έργο παίρνει ένα δοξαστικό χαρακτήρα, όπως είναι αυτός της Ανάστασης του Χριστού, της νίκης της ζωής πάνω στο θάνατο.


Φώτης Κόντογλου
Η Εις Άδου Κάθοδος
Παρεκ. οικογ. Ζαΐμη, Ρίο Πατρών


Ο Φώτης Κόντογλου (1895-1965) ιστόρησε την "Εις Άδου Κάθοδο", τον βυζαντινό εικονογραφικό τύπο της Αναστάσεως, στην Αγία Λουκία, το παρεκκλήσια της οικογένειας Ζαΐμη στο Ρίο Πατρών, το οποίο εξ ολοκλήρου αγιογράφησε τη διετία 1934-35. Το έργο αυτό είναι ο αντίποδας της σύνθεσης του Παρθένη και αποτελεί, όπως όλο το έργο του Κόντογλου, μια ενσυνείδητη στροφή προς το βυζαντινό παρελθόν, προκειμένου να εξαρθεί η σωτηριολογική διάσταση. Ο Χριστός τραβά από τις σαρκοφάγους και ανασταίνει τους πρωτοπλάστους, τον Αδάμ και την Εύα, που εικονίζονται δεξιά και αριστερά του Χριστού, βρίσκονται δηλαδή μεταξύ τους απέναντι. Η σκηνή περιλαμβάνει τον Πρόδρομο Ιωάννη και τους Βασιλείς Δαυίδ και Σολομώντα από τη μια πλευρά και το χορό των Δικαίων από την άλλη. Αυτή η διάταξη αναδεικνύει την ιδιαίτερη συμμετρία της παράστασης. Χαρακτηριστικό είναι ότι τα πολλά βουνά που ζωγραφίζονται, υψώνονται και φτάνουν ως την κορυφή της τοιχογραφίας. "Η εικόνα, τόσο στη διάταξη του κεντρικού θέματος όσο και στα βουνά, σχηματικά και χρωματικά, έχει ισχυρές αναμνήσεις από την παράσταση που διαμόρφωσε ο κύκλος των ζωγράφων που δούλεψε στη Μονή Φιλανθρωπηνών, στη Μονή Μυρτιάς, στη Μονή Ζάβορδας και στο παρεκκλήσια του Αγίου Νικολάου στη Μονή Λαύρας" (Ν. Ζίας). Έτσι ο Φώτης Κόντογλου επιχειρεί στον 20ο αιώνα μια δυναμική επιστροφή στη Βυζαντινή Τέχνη, με σκοπό την αναβάπτιση της αγιογραφίας στις καθάριες πηγές της ανατολικής ορθόδοξης πνευματικότητας.

Ένα άλλο τυπικό παράδειγμα αγιογράφησης, όπου μέσα στους παραδοσιακούς κανόνες χτυπάει η καρδιά του δημιουργού, είναι η "Εις Άδου Κάθοδος", που ζωγράφησε το 1930 ο Σπύρος Βασιλείου στην εκκλησία του πολιούχου της Αθήνας, στον Άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη (Κολωνάκι). Κυριαρχούν, στη σύνθεση, τα ρόδινα χρώματα που εναλλάσσονται με τα απαστράπτοντα λευκά, κι έτσι η χρωματική διάσταση αποκτά ιδιαίτερη σημασία στη συγκεκριμένη σύνθεση. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο Βασιλείου παριστάνει έναν άγγελο να δένει τον Βεελζεβούλ, ακολουθώντας έτσι την περιγραφή του Διονυσίου του εκ Φουρνά, στην "Ερμηνεία της Ζωγραφικής Τέχνης" δύο αιώνες πριν (περί το 1730). Ιδιαίτερη θέση στη σύνθεση κατέχει το "πλήθος" των Αγγέλων -ασυνήθιστο στοιχείο στην εις Άδου Κάθοδο- που ξεπροβάλλουν πίσω από τους βράχους και πλαισιώνουν τον νικητή Χριστό. Επίσης, ενώ ο Χριστός ανασταίνει τον Αδάμ με το ένα του χέρι, με το άλλο κρατάει τον Σταυρό και δεν σηκώνει την Εύα, η οποία βρίσκεται στα αριστερά -ως προς τον θεατή- δηλ. δεν βρίσκεται μαζί με τον Αδάμ και είναι στη συνήθη στάση της Δέησης, (με καλυμμένα μάλιστα τα χέρια). "Όλος ο Σπύρος Βασιλείου που αγαπήσαμε μετά βρίσκεται σ' αυτή τη σχετικώς νεανική εργασία του" (Μαρία Καραβία).


Σπ. Βασιλείου
Εις Άδου Κάθοδος
Αγ. Διονύσιος Αρεοπαγίτης


Ίσως πολλές φορές οι κατηγοριοποιήσεις που προέρχονται από εξειδικεύσεις θεματολογικές του τύπου: "Η Ανάσταση στη Νεοελληνική ζωγραφική" να εγκυμονούν τον κίνδυνο της αποσπασματικότητας ή ακόμα και μιας γενικευμένης θεώρησης. Όμως από τις τέσσερεις συνθέσεις που επιλέξαμε αναδεικνύονται τρεις διαφορετικές τάσεις που κατά παράδοξο τρόπο συνυπήρχαν παράλληλα κατά την διάρκεια του μεταπελευθερωτικού μας βίου: Το λαϊκό στοιχείο, η λογιοσύνη στην τέχνη και η επανακάλυψη του Βυζαντινού κόσμου.

To link του κειμένου είναι εδώ:
http://www.i-m-patron.gr/keimena/texnh/neoellhn.html

--------------------------------------------------------------

ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ !!

Τρίτη 23 Μαρτίου 2010

Αναδρομική Έκθεση Γιάννη Τσαρούχη: Εντυπώσεις

_
Πριν λίγες βδομάδες βρεθήκαμε στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς για να δούμε τη μεγάλη αναδρομική έκθεση του κορυφαίου ζωγράφου Γιάννη Τσαρούχη, στα πλαίσια της συμπλήρωσης εκατό χρόνων από τη γέννησή του. Οι δημιουργίες του κορυφαίου ζωγράφου (αλλά και σκηνογράφου και ενδυματολόγου) εκτέθηκαν σε ένα νέο χώρο, εναρμονισμένο με τις τάσεις της Τέχνης του προηγούμενου αιώνα.


Ο μεγάλος καλλιτέχνης ταξιδεύει και πειραματίζεται στα νέα κινήματα της Δυτικής Ευρώπης. Προσπαθεί να ενώσει την Ανατολή στη ζωγραφική που είναι το χρώμα με την Δύση που είναι το σχέδιο. Στο Παρίσι ήλθε σε επαφή με δημιουργίες της Αναγέννησης και του εμπρεσιονισμού, ανακάλυψε το έργο του Θεόφιλου μέσα από τη συλλογή του Τεριάντ και γνώρισε καλλιτέχνες όπως ο Ματίς και ο Τζακομέτι.

Μέσω του Ματίς εντοπίζει ο Τσαρούχης την Ελληνική παράδοση δηλαδή το Βυζάντιο, τη λαϊκή τέχνη και τον Καραγκιόζη. Στην Βυζαντινή Τέχνη έχουμε παράθεση χρωματικών ενοτήτων όπου η σκιά και το χρώμα είναι ανεξάρτητες χρωματικές ενότητες. Κάθε πράγμα κρατά συγκεκριμένη θέση, υπάρχει ιεράρχηση των πραγμάτων που έχουν αυτοτέλεια, πληρότητα μέσα στην ολότητά τους. Μια ιεραρχημένη κοινωνία που φροντίζει να διατηρεί τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε ομάδας.


Γόνος αστικής οικογένειας ο ίδιος, ωστόσο, ανακαλύπτει την ομορφιά στις λαϊκές συνοικίες του Πειραιά που οι άνθρωποι είναι πιο αυθεντικοί, ενώ οι αστοί αναλώνονται σε βαρετές συζητήσεις για τα περιουσιακά τους στοιχεία.

Έντονες είναι οι χρωματικές επιφάνειες, ξεκάθαρες, διακριτές στα έργα του που η άμβλυνση των χρωματικών τους ενοτήτων δεν είναι το κύριο χαρακτηριστικό. Οι προσωπογραφίες του είναι μοναδικές ακόμα και οι απεικονίσεις των γυμνών στον καμβά είναι μία καθαρή μορφή Τέχνης χωρίς άλλες προεκτάσεις ή αναφορές. Από τον τρόπο που στρώνει το χρώμα ο Τσαρούχης υποβάλλει την αίσθηση ότι υπακούει σε μία ολότητα που μας περιβάλλει. Η ολότητα είναι το πιο σημαντικό, μία ανάγκη υπακοής στην παράδοση, στην Ελληνικότητα.

Η επιμελήτρια της έκθεσης, Νίκη Γρυπάρη αναφέρει για την έκθεση:

« Η πορεία χρόνο με τον χρόνο, οι πειραματισμοί και οι αναζητήσεις, οι ανησυχίες και οι κατευθύνσεις, τα θαρραλέα άλματα αλλά και οι ‘επιστροφές’, η θεματολογία, οι εμμονές, οι τεχνοτροπίες, οι χρωματικές κλίμακες, η ωριμότητα.. Πορεία που την καθόρισε περισσότερο από όλα η σκέψη και η πνευματικότητα, πορεία βαθειά, ουσιαστική, πλούσια και παραγωγική. […] Το θέατρο τον απασχολούσε σχεδόν όσο και η ζωγραφική. Ζωγράφιζε μακέτες για έργα που πραγματοποιήθηκαν αλλά και πολλές άλλες φανταστικές, ‘ιδανικές’ όπως τις έλεγε, για έργα που δεν θα παίζονταν ποτέ.


Τα σκηνικά αυτά, ταξινομημένα κατά έργο είναι η πρώτη ίσως φορά, με εξαίρεση την έκθεση στο Μουσείο Γουλανδρή, που παρουσιάζονται σε τόση μεγάλη έκταση και λεπτομέρεια, διατηρώντας όμως ελεύθερη την προοπτική να πραγματοποιηθεί σε μελλοντικό χρόνο μια ήδη προγραμματισμένη, ολοκληρωμένη και αναλυτική έκθεση του σκηνογραφικού έργου του Γιάννη Τσαρούχη. Μια έκθεση εμπλουτισμένη με όλο εκείνο το συνοδευτικό υλικό που εντοπίστηκε κατά την διάρκεια των αναζητήσεων και των καταγραφών και αναδεικνύει την σκηνική διάσταση αυτών των μικροσκοπικών αλλά τόσο γοητευτικών ζωγραφικών δημιουργιών.»

Πηγές:
1. Το Μουσείο Μπενάκη τιμά τον Γιάννη Τσαρούχη:
http://www.nooz.gr/page.ashx?pid=9&aid=1082708&cid=153
2. Γιάννης Τσαρούχης: Η ζωή και το έργο του:
http://www.haef.gr/libraries/biographies/tsarouhis.php

ΥΓ: Ευχαριστώ τη φίλη μου την Αθηνά για τις σημειώσεις που κράτησε και που με βοήθησαν σε αυτό το κείμενο.
_

Τετάρτη 17 Μαρτίου 2010

Καταλογισμός

_
Σκέψεις μηχανιστικά αναπαραγόμενες
ενέργειες που τις υπαγορεύει
η δύναμη τις συνήθειας
θα φτιάξουμε νέα οπτική;

Δεν φταίει κανείς αγαπητή
φταίει η ζωή μας που την κάναμε πεζή
κλείσε το βλέμμα σου να δεις
να δώσεις νότα κάπως διαφορετική

Να μην αναλωνόμαστε συχνά
όλο σε φάση επιφανειακή
έτσι θα ανακαλύψουμε άκοπα
κρυμμένη ομορφιά, εσωτερική


Κατηγόριες κι υποθέσεις
παλιά ιστορία καθημερινή
μας σιγοτρώει κι εγκλωβίζει
κάθε μικρή προσπάθεια, θετική

Τι νόημα θα είχε ο καταλογισμός
σφαλμάτων και ατελειών;
μόνο η εύρεση πηγών κι αιτιών
για νέα αφετηρία, ουσιαστική

Δεν είναι το ζητούμενο τα αρνητικά
μάλλον η οριστική αποφυγή τους
προς γνώση και συμπόρευση
για νέα ζωή, εκπληκτική
_

Πέμπτη 11 Μαρτίου 2010

Το αηδόνι και το τριαντάφυλλο

_
ΟΣΚΑΡ ΟΥΑΪΛΝΤ

«Είπε ότι θα χόρευε μαζί μου αν της έφερνα κόκκινα τριαντάφυλλα,» φώναξε ο νεαρός Φοιτητής, «άλλα σ' όλο τον κήπο μου δεν υπάρχει ούτε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο.» από την φωλιά της στη βελανιδιά η Αηδόνα τον άκουσε, και κοίταξε έξω μέσα από τα φύλλα, και απόρησε.
«Ούτε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο σ' όλο τον κήπο μου!» αυτός φώναξε, και τα όμορφα μάτια του γέμισαν δάκρυα.

Αχ, από τι μικρά πράγματα εξαρτάται η ευτυχία! Έχω διαβάσει όλα όσα οι σοφοί έχουν γράψει, και όλα τα μυστικά τής φιλοσοφίας είναι κτήμα μου, κι όμως για να θέλω ένα κόκκινο τριαντάφυλλο έχει γίνει η ζωή μου δυστυχισμένη.
«Επιτέλους να ένας πραγματικά ερωτευμένος,» είπε η Αηδόνα. «Νύχτες ολόκληρες κι’ αν έχω τραγουδήσει για αυτόν, αν και δεν τον ήξερα: νύχτες ολόκληρες έχω διηγηθεί την ιστορία του στ' αστερία, και τώρα τον αντικρίζω.
Τα μαλλιά του είναι σκούρα σαν τον ανθό του υάκινθου, και τα χείλη του κόκκινα σαν το τριαντάφυλλο του πόθου του αλλά το πάθος έχει κάνει το πρόσωπό του σαν ωχρό ελεφαντόδοντο, και η θλίψη έχει βάλει την σφραγίδα της πάνω στο μέτωπό του.»

«Ο Πρίγκιπας κάνει ένα χορό αύριο το βράδυ,» μουρμούρισε ο νεαρός φοιτητής, «και η αγάπη μου θα είναι καλεσμένη. Αν της φέρω ένα κόκκινο τριαντάφυλλο θα χορέψει μαζί μου μέχρι την αυγή.
Αν της φέρω ένα κόκκινο τριαντάφυλλο θα την κρατήσω στα χέρια μου, και θα γείρει το κεφάλι της πάνω στον ώμο μου, και το χέρι της θα είναι πιασμένο στο δικό μου.
Μα δεν υπάρχει ούτε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στον κήπο μου, κι έτσι θα κάθομαι μόνος, και εκείνη θα με προσπεράσει. Δεν θα μου δώσει καμία σημασία, και η καρδιά μου θα σπάσει.»

«Αυτός όντως είναι ο αληθινά ερωτευμένος,» είπε η Αηδόνα. «Για ότι εγώ τραγουδάω, εκείνος υποφέρει -ότι για μένα είναι χαρά, για εκείνον είναι πόνος.
Σίγουρα ο Έρωτας είναι ένα υπέροχο πράγμα. Είναι πιο πολύτιμος από σμαράγδια, και πιο ακριβός από φίνες οπαλίνες.
Τα μαργαριτάρια και τα πετράδια δεν μπορούν να τον αγοράσουν, ούτε και πουλιέται στην αγορά. Δεν μπορεί να αγοραστεί από τούς πραματευτάδες, ούτε μπορεί να μετρηθεί στη ζυγαριά για χρυσάφι.»

«Οι μουσικοί θα κάθονται στον εξώστη τους,» είπε ο νεαρός Φοιτητής, «και θα παίζουν τα έγχορδα όργανα τους, και η αγάπη μου θα χορεύει στους ήχους της άρπας και του βιολιού.
Θα χορεύει τόσο ανάλαφρα που τα πόδια της δεν θα αγγίζουν το δάπεδο, και οι αυλικοί με τις χαρούμενες ενδυμασίες τους θα συνωστίζονται γύρω της.
Αλλά με μένα δεν θα χορέψει, γιατί δεν έχω κόκκινο τριαντάφυλλο να της προσφέρω», και σωριάστηκε κάτω στο γρασίδι, και έχωσε το πρόσωπό του μέσα στα χέρια του, και έκλαψε.


«Γιατί κλαίει;» ρώτησε μία μικρή Πράσινη Σαύρα, καθώς τον προσπερνούσε με την ουρά της στο αέρα. «Γιατί, στ' αλήθεια;» είπε μία Πεταλούδα, που πετάριζε ολόγυρα κυνηγώντας μία ηλιαχτίδα.
«Γιατί, στ' αλήθεια;» ψιθύρισε μία Μαργαρίτα στο γείτονά της, με απαλή, χαμηλή φωνή. «Κλαίει για ένα κόκκινο τριαντάφυλλο,» είπε η Αηδόνα.
«Για ένα κόκκινο τριαντάφυλλο;» φώναξαν, «μα πόσο γελοίο!» και η μικρή Σαύρα, που ήταν κάπως κυνική, γέλασε απερίφραστα.
Όμως η Αηδόνα κατάλαβε το μυστικό της θλίψης του φοιτητή, και κάθισε σιωπηλή στη βελανιδιά, και σκέφτηκε σχετικά με το μυστήριο του Έρωτα.

* * *

Ξαφνικά άπλωσε τα καστανά φτερά της για πτήση, και υψώθηκε στον αέρα. Πέρασε μέσα από το δασύλλιο σα σκιά, και σα σκιά διέσχισε τον κήπο.
Στο μέσο του μικρού λιβαδιού στεκόταν μία όμορφη Τριανταφυλλιά, και όταν την είδε πέταξε προς το μέρος της, και κάθισε πάνω σε ένα κλαδάκι. «Δώσε μου ένα κόκκινο τριαντάφυλλο,» φώναξε, «και θα σου τραγουδήσω το πιο γλυκό μου τραγούδι.»
Αλλά το Δένδρο κούνησε το κεφάλι του. «Τα τριαντάφυλλά μου είναι άσπρα,» απάντησε, «τόσο άσπρα όσο ο αφρός της θάλασσας, και πιο άσπρα από το χιόνι πάνω στα βουνά. Αλλά πήγαινε στον αδελφό μου που φυτρώνει γύρω από το παλιό ηλιακό ρολόι, και ίσως θα σου δώσει αυτό που ζητάς.»

Έτσι η Αηδόνα πέταξε στην Τριανταφυλλιά που φύτρωνε γύρω από το παλιό ηλιακό ρολόι. «Δώσε μου ένα κόκκινο τριαντάφυλλο,» φώναξε, «και θα σου τραγουδήσω το πιο γλυκό μου τραγούδι.»

Αλλά το Δένδρο κούνησε το κεφάλι του. «Τα τριαντάφυλλά μου είναι κίτρινα,» απάντησε «τόσο κίτρινα όσο τα μαλλιά της γοργόνας που κάθεται πάνω σε έναν κεχριμπαρένιο θρόνο, και πιο κίτρινα από τον ασφόδελο που ανθίζει στο λιβάδι πριν ο θεριστής έρθει με το δρεπάνι του.
Αλλά πήγαινε στον αδελφό μου που φυτρώνει κάτω από το παράθυρο του Φοιτητή, και ίσως θα σου δώσει αυτό που ζητάς.»

Έτσι η Αηδόνα πέταξε στην Τριανταφυλλιά που φύτρωνε κάτω από το παράθυρο του Φοιτητή. «Δώσε μου ένα κόκκινο τριαντάφυλλο,» φώναξε, «και θα σου τραγουδήσω το πιο γλυκό μου τραγούδι.»
Αλλά το Δένδρο κούνησε το κεφάλι του. «Τα τριαντάφυλλά μου είναι κόκκινα,» απάντησε, «τόσο κόκκινα όσο τα πόδια του περιστεριού, και πιο κόκκινα από τις μεγάλες βεντάλιες του κοραλλιού που κυματίζουν και κυματίζουν στα σπήλαια του ωκεανού.

Αλλά ο χειμώνας έχει παγώσει τις φλέβες μου, και η παγωνιά έχει κάψει τα μπουμπούκια μου, και η θύελλα έχει σπάσει τα κλαριά μου, και δεν θα έχω καθόλου τριαντάφυλλα αυτό το χρόνο.»

«Ένα κόκκινο τριαντάφυλλο είναι το μόνο που θέλω,» φώναξε η Αηδόνα, «μόνο ένα κόκκινο τριαντάφυλλο! Δεν υπάρχει κανένας τρόπος με τον όποιο να μπορέσω να το αποκτήσω;»
«Υπάρχει ένας τρόπος,» απάντησε το Δένδρο, «αλλά είναι τόσο τρομερός που δεν τολμώ να σου τον πω.» «Πες τον μου,» είπε η Αηδόνα, «Δεν φοβάμαι.»


«Αν θέλεις ένα κόκκινο τριαντάφυλλο,» είπε το Δένδρο, «πρέπει να το δημιουργήσεις από τη μουσική στο φως του φεγγαριού, και να το βάψεις με το αίμα της ίδιας σου της καρδιάς. Πρέπει να μού τραγουδήσεις με το στήθος σου πάνω σε ένα αγκάθι.

Όλο το βράδυ πρέπει να μου τραγουδήσεις, και το αγκάθι πρέπει να τρυπήσει την καρδιά σου, και το αίμα της ζωής σου πρέπει να τρέξει μέσα στις φλέβες μου, και να γίνει δικό μου.»

«Ο Θάνατος είναι μεγάλο τίμημα να πληρώσει (κάποιος) για ένα κόκκινο τριαντάφυλλο,» φώναξε η Αηδόνα, «και η Ζωή είναι πολύ ακριβή για όλους. Είναι ευχάριστο να κάθεσαι στο πράσινο δάσος, και να παρακολουθείς τον Ήλιο στο άρμα του από χρυσό, και τη Σελήνη στο άρμα της από μαργαριτάρια.
Γλυκό είναι το άρωμα του κράταιγου, και γλυκοί είναι οι άγριοι υάκινθοι που κρύβονται στην κοιλάδα, και η ερείκη που ανθίζει στο λόφο. Ωστόσο ο έρωτας είναι καλύτερος από την Ζωή, και τι είναι η καρδιά ενός πουλιού συγκρινόμενη με την καρδιά ενός ανθρώπου;»

Έτσι άπλωσε τα καστανά φτερά της για πτήση, και υψώθηκε στον αέρα. Πέρασε πάνω από τον κήπο σα σκιά, και σα σκιά διέσχισε το δασύλλιο.
Ο νεαρός Φοιτητής ακόμα κείτονταν στο γρασίδι, όπου τον είχε αφήσει, και τα δάκρυα δεν είχαν ακόμη στεγνώσει στα όμορφα μάτια του.
«Να είσαι ευτυχισμένος,» φώναξε η Αηδόνα, «να είσαι ευτυχισμένος, θα το έχεις το κόκκινό σου τριαντάφυλλο. Θα το φτιάξω από μουσική στο φεγγαρόφωτο, και θα το βάψω με της ίδιας της καρδιάς μου το αίμα.

Το μόνο που ζητώ από σένα σ' αντάλλαγμα είναι να είσαι ένας αληθινός εραστής, γιατί ο Έρωτας είναι σοφότερος από την Φιλοσοφία, αν και είναι σοφή, και δυνατότερος από την Ισχύ, αν και είναι ισχυρή.
Στο χρώμα της φωτιάς είναι τα φτερά του, και βαμμένο σαν φλόγα είναι το σώμα του. Τα χείλη του είναι γλυκά σαν μέλι, και η ανάσα του είναι (μεθυστική) σαν λιβάνι.»

Ο Φοιτητής ύψωσε το βλέμμα του από το γρασίδι, και αφουγκράστηκε, Αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι του έλεγε η Αηδόνα, γιατί ήξερε μόνο τα πράγματα που είναι γραμμένα σε βιβλία.
Αλλά η Βελανιδιά κατάλαβε, και ένοιωσε θλίψη, γιατί πολύ συμπαθούσε τη μικρή Αηδόνα που είχε φτιάξει τη φωλιά της μες τα κλαδιά της. «Τραγούδησε μου ένα τελευταίο τραγούδι,» ψιθύρισε, «Θα νοιώσω πολύ μοναχικά όταν θα έχεις φύγει.»

Έτσι η Αηδόνα τραγούδησε στη Βελανιδιά, και η φωνή της ήταν σαν νερό που κελάρυζε από ασημένια κανάτα. Όταν είχε τελειώσει το τραγούδι της ο Φοιτητής σηκώθηκε, και έβγαλε ένα σημειωματάριο και ένα μολύβι από την τσέπη του.

«Έχει μορφή,» είπε στον εαυτό του, καθώς απομακρύνθηκε μέσα στο δασύλλιο -«αυτό δεν μπορεί κανείς να της το αρνηθεί, αλλά έχει αισθήματα; Φοβάμαι πως όχι. Στην πραγματικότητα, είναι σαν τους περισσότερους καλλιτέχνες, είναι μόνο ύφος, χωρίς καμία ειλικρίνεια.
Δεν θα θυσίαζε τον εαυτό της για τους άλλους. Σκέφτεται μοναχά για τη μουσική, και όλοι ξέρουν ότι οι τέχνες είναι εγωιστικές. Όμως, πρέπει να παραδεχτούμε ότι έχει κάποιες όμορφες νότες στη φωνή της. Τι κρίμα είναι που δεν σημαίνουν τίποτε, ή δεν έχουν κανένα πρακτικό όφελος.»

Και πήγε στο δωμάτιό του, και ξάπλωσε στο μικρό του ξυλοκρέβατο, και άρχισε να σκέφτεται την αγάπη του, και, μετά από κάποια ώρα, αποκοιμήθηκε.

* * *

Και όταν η Σελήνη έλαμψε στους ουρανούς η Αηδόνα πέταξε στην Τριανταφυλλιά, και έβαλε το στήθος της πάνω στο αγκάθι. Όλο το βράδυ τραγουδούσε με το στήθος της πάνω στο αγκάθι, και η ψυχρή κρυστάλλινη Σελήνη έσκυψε και αφουγκράστηκε. Όλη νύχτα τραγουδούσε, και το αγκάθι έμπαινε όλο και βαθύτερα στο στήθος της, και το αίμα της ζωής της άδειαζε από μέσα της.

Τραγούδησε πρώτα για τη γέννηση της αγάπης στην καρδιά ενός αγοριού και ενός κοριτσιού. Και στο πιο ψηλό κλαδάκι της Τριανταφυλλιάς άνθισε ένα θαυμάσιο τριαντάφυλλο, πέταλο με το πέταλο, τραγούδι με το τραγούδι.

Ωχρό ήταν, στην αρχή, όπως η καταχνιά που κρέμεται πάνω από το ποτάμι - ωχρό σαν τα πόδια τού πρωινού, και ασημένιο σαν τα φτερά της αυγής.

Σαν τη σκιά ενός τριαντάφυλλού σε καθρέφτη από ασήμι, σαν τη σκιά ενός τριαντάφυλλού σε λίμνη νερού, έτσι ήταν το τριαντάφυλλο που άνθισε στο ψηλότερο κλαδάκι του Δένδρου.
Μα το Δένδρο φώναξε στην Αηδόνα να πιέσει περισσότερο πάνω στο αγκάθι. «Πίεσε περισσότερο, μικρή Αηδόνα», φώναξε το Δένδρο, «αλλιώς η Μέρα θα 'ρθει πριν να τελειώσει το τριαντάφυλλο.»
Έτσι η Αηδόνα πίεσε περισσότερο πάνω στο αγκάθι, και ολοένα και δυνατότερο έγινε το τραγούδι της, καθώς τραγούδαγε για τη γέννηση του πάθους στην ψυχή ενός άνδρα και μίας κόρης. Και μία απαλή απόχρωση από ροζ ήρθε στα φύλλα του τριαντάφυλλου, σαν το αναψοκοκκίνισμα στο πρόσωπο του γαμπρού όταν φιλά τα χείλη της νύφης.

Αλλά το αγκάθι δεν είχε ακόμα φτάσει στην καρδιά της, κι έτσι η καρδιά του τριαντάφυλλου παρέμενε λευκή, καθώς μόνο το αίμα της καρδιάς ενός Αηδονιού μπορεί να κοκκινίσει την καρδιά ενός ρόδου.
Και το Δένδρο φώναξε στην Αηδόνα να πιέσει περισσότερο πάνω στο αγκάθι. «Πίεσε περισσότερο, μικρή Αηδόνα», φώναξε το Δένδρο, «αλλιώς η Μέρα θα 'ρθει πριν να τελειώσει το τριαντάφυλλο.»
Έτσι η Αηδόνα πίεσε περισσότερο πάνω στο αγκάθι, και το αγκάθι άγγιξε την καρδιά της, και μία άγρια σουβλιά πόνου τη διαπέρασε.
Πικρός, πικρός ήταν ο πόνος, και όλο και πιο ξέφρενο γινόταν το τραγούδι της, καθώς τραγουδούσε για τον Έρωτα που τελειοποιείται με το Θάνατο, για τον Έρωτα που δεν πεθαίνει στο μνήμα.

Και το θαυμάσιο ρόδο έγινε βαθυκόκκινο, σαν το ροδόχρωμα του ουρανού της ανατολής. Βαθυκόκκινη ήταν η γιρλάντα από πέταλα, και πορφυρή σα ρουμπίνι ήταν η καρδιά.

Μα της Αηδόνας η φωνή γινόταν όλο και πιο αχνή, και τα μικρά φτερά της άρχισαν να τρέμουν, και μία λεπτή μεμβράνη σκέπασε τα μάτια της. Όλο και πιο αδύναμο γινόταν το τραγούδι της, και ένοιωσε κάτι να την πνίγει στο λαιμό.

Τότε έβγαλε ένα τελευταίο ξέσπασμα μουσικής. Η λευκή Σελήνη το άκουσε, και ξέχασε την αυγή, και παρέμεινε στον ουρανό. Το κόκκινο ρόδο το άκουσε, και τρεμούλιασε σύγκορμο από έκσταση, και άνοιξε τα πέταλά του στον κρύο πρωινό αέρα.


Η ηχώ το μετέφερε στις πορφυροβαμμένες της σπηλιές στους λόφους, και ξύπνησε τους κοιμισμένους τσοπάνηδες από τα όνειρα τους. Αρμένισε μέσα από τα καλάμια του ποταμού, και αυτά μετέφεραν το μαντάτο του στη θάλασσα.

«Κοίτα, κοίτα!» φώναξε το δένδρο, «το τριαντάφυλλο είναι έτοιμο τώρα», μα η Αηδόνα δεν έδωσε καμία απάντηση, γιατί κειτόταν νεκρή στο ψηλό χορτάρι, με το αγκάθι στην καρδιά της.

* * *

Και το μεσημέρι ο Φοιτητής άνοιξε το παράθυρό του και κοίταξε έξω. «Τι έκπληξη, τι θαυμάσια τύχη!» Ξεφώνησε, «να ένα κόκκινο τριαντάφυλλο!
Δεν έχω ποτέ δει τριαντάφυλλο σαν κι αυτό σε όλη μου τη ζωή. Είναι τόσο όμορφο που είμαι σίγουρος ότι έχει ένα μακρύ Λατινικό όνομα», και έσκυψε και το έκοψε.

Μετά φόρεσε το καπέλο του, και έτρεξε μέχρι το σπίτι του Καθηγητή με το τριαντάφυλλο στο χέρι του. Η κόρη του Καθηγητή καθόταν στην εξώπορτα τυλίγοντας μπλε μετάξι σε μια κουβαρίστρα, και το σκυλάκι της ήταν ξαπλωμένο στα πόδια της.
«Είπες ότι θα χόρευες μαζί μου αν σου έφερνα ένα κόκκινο τριαντάφυλλο,» φώναξε ο Φοιτητής. «Ορίστε το πιο κόκκινο τριαντάφυλλο σ' ολόκληρο τον κόσμο. Θα το φορέσεις σήμερα το βράδυ δίπλα στην καρδιά σου, και καθώς θα χορεύουμε μαζί θα σου λέει πόσο σε αγαπώ.»

Μα το κορίτσι κατσούφιασε. «Φοβάμαι ότι δεν θα ταιριάζει με το φόρεμά μου,» απάντησε, «και, εκτός αυτού, ο ανιψιός του Αυλάρχη μου έχει στείλει μερικά αληθινά πετράδια, και όλοι ξέρουν ότι τα πετράδια κοστίζουν πολύ περισσότερο από τα λουλούδια.»

«Λοιπόν, στο λόγο μου, είσαι πολύ αχάριστη,» είπε ο Φοιτητής θυμωμένα, και πέταξε το τριαντάφυλλο στο δρόμο, κι εκείνο έπεσε μέσα στο ρείθρο, και ο τροχός μίας αμαξάς πέρασε από πάνω του.
«Αχάριστη!» είπε το κορίτσι. «Για να σου πω, είσαι πολύ αναιδής. Και, έπειτα, ποιος είσαι εσύ; Ένας φοιτητάκος.
Γιατί, δεν πιστεύω ότι ούτε καν έχεις ασημένιες αγκράφες στα παπούτσια σου όπως έχει ο ανιψιός του Αυλάρχη», και σηκώθηκε από την καρέκλα της και μπήκε μέσα στο σπίτι.
«Τι ανόητο πράγμα που είναι ο Έρωτας,» είπε ο φοιτητής καθώς έφευγε. «Δεν είναι ούτε κατά το ήμισυ τόσο χρήσιμος όσο η Λογική, καθώς δεν αποδεικνύει τίποτε, και πάντοτε σου τάζει πράγματα που δεν πρόκειται να συμβούν, και σε κάνει να πιστεύεις πράγματα που δεν είναι αληθινά.

Στην πραγματικότητα, δεν είναι διόλου πρακτικός, και, καθώς στην εποχή μας το να είσαι πρακτικός είναι το παν, θα επιστρέψω στην Φιλοσοφία και θα μελετήσω Μεταφυσική.» Έτσι επέστρεψε στο δωμάτιό του και τράβηξε ένα μεγάλο σκονισμένο βιβλίο, και άρχισε να διαβάζει.
_

Τετάρτη 3 Μαρτίου 2010

Καταιγισμός

_
Πλημμύρα γύρω μου οι αισθήσεις
κίνηση αέναη, σταθερή
θαρρείς πως συνωμότησαν
κι αφίχθηκαν όλες μαζί

Παρακαλώ να διαρκεί
στου χρόνου το διηνεκές
η αίσθηση προσωρινού
να μας εγκαταλείψει

Ετούτη η κορύφωση
όμοια της δεν ξανάζησα
στα αλήθεια της το άξιζε
η ανηφόρα η φορτική

Των άνθρωπων η ένδεια
η εσωτερική τους ασφαλώς
στιγμές τέτοιες δεν γνώρισε
ούτε θα αναπολήσει


Πρόσωπα άχρωμα, αδιάφορα
όλα στον ορθολογισμό
τα εναποθέτουν και μετρούν
στεγνά, αθροιστικά

Είναι προσόν μοναδικό
να μπορείς να λειτουργείς
ως άνθρωπος ευαίσθητος
αλλιώς περνάς συμβατικά

Συναίσθημα είναι η ζωή
με κάποιες δόσεις λογικής
για να τη συνοδεύουν
η ολοκλήρωση να'ρθεί
_