"Vivaldi: Four Seasons - Winter"

Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου 2010

Μικρές ιστορίες

_
Ο γιος του ήταν ατίθασος από μικρός. Δεν ξέρω αν οφείλεται στην ανατροφή του ή ήταν έμφυτο από τη γέννησή του. Προσωπικά πιστεύω ότι δύσκολα γεννιέται κανείς κάπως στο χαρακτήρα του. Η μάνα του δεν του έκανε όλα τα χατίρια και οι παππούδες με τις γιαγιάδες ήταν καλοί μαζί του. Μήπως όμως επειδή οι παππούδες τα αποδέχονταν όλα και δεν του έβαζαν όρια, καλομαθαίνοντας τον; Ποιος ξέρει; Ο πατέρας ήταν μεροκαματιάρης, εργατικός και τίμιος, τα έδινε όλα στην οικογένεια. Μιας και οι δικοί του προσφέρθηκαν να βοηθήσουν, δεν είπε όχι. Κάποτε, αργότερα στην εφηβεία του, μέσα από τις πολλές κουβέντες και αντιπαραθέσεις μεταξύ πατέρα και γιου, εκείνος λέει στο παιδί του, ελαφρώς απογοητευμένος:

- Εσύ παιδί μου δεν θα γίνεις ποτέ άνθρωπος ..

Οι κουβέντες αυτές φάνηκε να αποτυπώθηκαν στο νεαρό.


Τα χρόνια πέρασαν, ο γιος είχε ξενιτευτεί από τη μικρή πολιτεία για να συνεχίσει τη ζωή του. Οι επαφές με την οικογένεια ολοένα και λιγόστευαν, μέχρι που χάθηκαν, ας μην εξηγήσω τον λόγο εδώ. Πέρασαν χρόνια, θα ήταν γύρω στα εικοσιπέντε από το περιστατικό όταν ένας αστυνομικός χτυπάει την πόρτα στο σπίτι του γέρου πια πατέρα.

- Ο γιος σας θέλει να σας δει,
- Πώς, είναι καλά; έχω να τον δω πολλά χρόνια,
- Ναι, έχει έρθει εδώ στην πόλη, μου είπε να πάμε μαζί,
- Νόμισα πως με έχει ξεχάσει τελείως.

Ο αστυνομικός οδηγεί τον πατέρα στο γιο του. Μόλις τον αντικρίζει, ο νέος άντρας, αντί χαιρετισμού του απευθύνεται:

- Γεια σου πατέρα, έγινα εισαγγελέας, βλέπεις; Και ας έλεγες εσύ πως δεν θα γίνω ποτέ άνθρωπος.

Μετά από αυτό, ο πατέρας ήταν πιο πολύ σαστισμένος, παρά χαρούμενος που τον αντίκρισε.

- Γιε μου δυστυχώς έγινες χειρότερος από πριν. Με τον αστυνομικό ζήτησες να με δεις μετά τόσα χρόνια; Λυπάμαι αλλά δεν έγινες άνθρωπος ..

-----------

Ο γέρος πατέρας είχε περάσει τα ογδόντα. Το πάρκινσον είχε προχωρήσει σημαντικά, τα χέρια του τρεμόπαιζαν και του έτρεχαν τα σάλια. Το θέαμα δεν ήταν ότι το καλύτερο για τους επισκέπτες της οικογένειας. Ωστόσο τα εγγόνια του, τα παιδιά του γιου του, τον αγαπούσαν και το περιέβαλλαν με φροντίδα και ζεστασιά. Δεν τους ενοχλούσε καν το γεγονός του πώς έδειχνε.

Ο γιος, αφού το καλοσκέφτηκε και το συζήτησε με την γυναίκα του, το πήρε απόφαση. Θα τον κατέβαζε στο υπόγειο για να μένει και να ζει εκεί ώστε να μην του αποσπά την προσοχή και τον εκθέτει όταν θα δεχόταν τις επισκέψεις των φίλων και γνωστών του. Μάλιστα, το σκεφτόταν να προσλάβει μία γυναίκα εσωτερική για να μην έχει καν την έγνοια της περιποίησης – που πολλές φορές δεν είναι και ευχάριστη.


Το ανακοίνωσε στα παιδιά του κάπως βιαστικά, μάλλον για να το παρουσιάσει σαν τετελεσμένο και να προλάβει τις αντιδράσεις. Αργότερα, αφού είχε πάρει οριστικά την απόφασή του, απευθύνθηκε στον μικρότερο του γιο.

- Παιδί μου πάρε το πάπλωμα να το πάμε κάτω όταν θα είναι ο παππούς να σκεπάζεται.

Ο νεαρός γιος δεν έφερε αντίρρηση, ήταν όμως σκεπτικός. Χωρίς να καθυστερήσει κι άλλο του απαντά:

- Εντάξει πατέρα, μόνο μία στιγμή.
- Τι θέλεις;
- Να κόψω ένα κομμάτι από το πάπλωμα, το μισό.
- Γιατί να το κάνεις;
- Να το φυλάξουμε για σένα όταν θα γεράσεις σε λίγα χρόνια και θα πας στο υπόγειο.
_

Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2010

Ερωτικό κάλεσμα

_
Ἔλα κοντά μου, δὲν εἶμαι ἡ φωτιά.
Τὶς φωτιὲς τὶς σβήνουν τὰ ποτάμια.
Τὶς πνίγουν οἱ νεροποντές.
Τὶς κυνηγοῦν οἱ βοριάδες.
Δὲν εἶμαι, δὲν εἶμαι ἡ φωτιά.

Ἔλα κοντά μου δὲν εἶμαι ἄνεμος.
Τοὺς ἄνεμους τοὺς κόβουν τὰ βουνά.
Τοὺς βουβαίνουν τὰ λιοπύρια.
Τοὺς σαρώνουν οἱ κατακλυσμοί.
Δὲν εἶμαι, δὲν εἶμαι ὁ ἄνεμος.

Ἐγὼ δὲν εἶμαι παρὰ ἕνας στρατολάτης
ἕνας ἀποσταμένος περπατητὴς
ποὺ ἀκούμπησε στὴ ρίζα μιᾶς ἐλιᾶς
ν᾿ ἀκούσει τὸ τραγούδι τῶν γρύλων.
Κι ἂν θέλεις, ἔλα νὰ τ᾿ ἀκούσουμε μαζί.

Μενέλαος Λουντέμης
_
_

Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2010

Funeral Blues

_
Stop all the clocks, cut off the telephone,
Prevent the dog from barking with a juicy bone,
Silence the pianos and with muffled drum
Bring out the coffin, let the mourners come.

Let aeroplanes circle moaning overhead
Scribbling on the sky the message He is Dead.
Put crepe bows round the white necks of the public doves,
Let the traffic policemen wear black cotton gloves.


He was my North, my South, my East and West,
My working week and my Sunday rest,
My noon, my midnight, my talk, my song;
I thought that love would last forever: I was wrong.

The stars are not wanted now; put out every one,
Pack up the moon and dismantle the sun,
Pour away the ocean and sweep up the woods;
For nothing now can ever come to any good.

W.H. Auden
_