Σε δώδεκα χρόνια ακριβώς, συν δύο ημέρες από σήμερα, θα γιορτάζονται τα διακόσια χρόνια από την ελληνική επανάσταση του εικοσιένα. Μυθικό το νούμερο, και ακόμα πιο μυθικά και αξεπέραστα τα ηρωικά κατορθώματα των ασύγκριτων, των υπεργιγάγντων του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων από την Οθωμανική αυτοκρατορία. Μισό λεπτό να πάω να πλύνω τα χέρια μου, να κοιταχτώ στον καθρέφτη, να είμαι ευπαρουσίαστος όπως και να έχει, πριν τυπώσω τα ονόματά τους στον πληκτρολόγιο. Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Γεώργιος Καραϊσκάκης, Ρήγας Φεραίος, ποιον να πρωτοθυμηθείς; Ένα ρίγος σε κατακλύζει, ανατριχιάζεις και μόνο στην σκέψη τους.

Αν η επέτειος της Εικοστής Ογδόης Οκτωβρίου μου φέρνει αναμνήσεις από τα μαθητικά μου χρόνια, κυρίως μέσα με τις διηγήσεις του παππού μου και των άλλων μεγαλυτέρων για τον βομβαρδισμό της Πάτρας ανήμερα του ΟΧΙ και άλλα σχετικά δρώμενα - υπήρξε μία μεταφορά των βιωμάτων κατά κάποιον τρόπο, η Εικοστή Πέμπτη Μαρτίου σχετίζεται με μία πιο εξιδανικευμένη θύμηση. Δεν είναι τόσο η χρονική απόσταση των γεγονότων ή ο εξωραϊσμός των αφηγητάδων της ιστορίας, όσο οι αξεπέραστες επιδόσεις και κινήσεις μίας χούφτας μπαρουτοκαπνισμένων οπλαρχηγών και των ομάδων τους να ξεσηκωθούν. Το μήνυμά τους, οικουμενικό και διαχρονικό, πολυδιάστατο και σύνθετο, εκτείνεται στο άπειρο του χώρου και του χρόνου, σε δύο διαστάσεις χωρίς όρια, γεωγραφικά ή εποχών.
Μέσα στην εποχή του στείρου εγωκεντρισμού του δυτικού πολιτισμού, της ισοπέδωσης των περισσότερων πραγμάτων, της αποδυνάμωσης αρχών, αξιών και ιδανικών, σε μία στεγνή παγκοσμιοποίηση των οικονομιών των αριθμητικών μεγεθών και των συγκλίσεων – παρασάγγες μακριά από τα χαρακτηριστικά και τις ανάγκες των λαών, οι συμβολισμοί του εικοσιένα είναι πολλοί και ποικίλοι. Πρώτα και πάνω από όλα είναι το δικαίωμα στην ελευθερία, την αξιοπρέπεια και την περηφάνια των λαών, τον σεβασμό στις ιδιαιτερότητές και τη δικιά τους βούληση, η οποία μπορεί να κατακτηθεί έστω και αν υπάρχει προσωπικό κόστος και τίμημα, μέσα σε ανθρώπους στον ίδιο τον λαό. Γνωστά και χιλιοειπωμένα όλα αυτά, θαρρώ πως τα λόγια ωχριούν για να αποδώσουν μόνο το ελάχιστο των νοημάτων.

Δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί όλα αυτά με συνεπαίρνουν τόσο. Μαζί με τη σειρά και τις όποιες αρχές που πήρα μικρός από το σπίτι, όλα αυτά μπήκαν μέσα μου, έτσι χωρίς άλλο λόγο ιδιαίτερο. Την παραμονή της επετείου, δεν μπορώ να ξεχάσω τις γιορτές στο σχολείο, πολλοί από μας ντυμένοι φουστανελάδες, νιώθαμε την ατμόσφαιρα και καταλαβαίναμε το νόημα των ημερών συμμετέχοντας στις εκδηλώσεις, λιγότερο ή περισσότερο. Την επόμενη μέρα, ανήμερα της γιορτής, πολλοί από εμάς έβγαιναν την παρέλαση, γεμάτοι χαρά και καμάρι, γελαστοί κι ανεβασμένοι. Άλλοι απλώς την παρακολουθούσαν, δεν σκέφτομαι κάποιον που να μην ήταν εκεί.
Θυμάμαι τα λίγα σκιρτήματα, ερωτικά ναι, στην θέα των όμορφων λυγερών κορασίδων, το πείραγμα στους προσκόπους συμμαθητές μου που το πάλευαν οι καημένοι στο βάδισμα, με αποτέλεσμα μηδέν, το ρυθμικό σφύριγμα του καθηγητή-γυμναστή στην καθοδήγηση των μαθητών του και το δέος μου τότε στην όψη και το αγέρωχο βήμα όταν περνούσαν τα στρατά. Ακόμη τον ήρωα πυροσβέστη να μου γνέφει, όρθιος ψηλά πάνω στο όχημά του και τους καλούς σαμαρείτες να προχωρούν ευθυτενείς, με νεύρο, ένταση αλλά και ένα ήθος προσφοράς κι ανιδιοτέλειας.

ΥΓ: Το κείμενο είναι μία συνέχεια στο σχόλιο που έκανα στο blog της φίλης μου Άννας-Σίλιας, τον Οκτώβριο για την παρέλαση της επετείου του Σαράντα που είχε γράψει σχετικά. Άννα, ελπίζω να σου αρέσει και αυτό, είσαι η πρώτη που στο αφιερώνω.
.